θεριστής

θεριστής
θεριστής, οῦ, ὁ (θερίζω; X., Hier. 6, 10 al.; Plut.; Philostrat., Her. 158, 31; PHib 44, 4; PFlor 80, 6; Bel 33; ViHab 5 [p. 86, 6 Sch.]; Philo, Virt. 90) reaper, harvester Mt 13:30, 39.—DELG s.v. θέρομαι 3. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεριστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστής — ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) [θερίζω] αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό νεοελλ. 1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής») 2. λαϊκή ονομασία τού μήνα Ιουνίου, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • θεριστής — ο θηλ. θερίστρια 1. αυτός που θερίζει. 2. Θεριστής (κύρ. όν.), ο μήνας Ιούνιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερισταῖς — θεριστής masc dat pl θεριστός balsam fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισταί — θεριστής masc nom/voc pl θεριστός balsam fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστοῦ — θεριστής masc gen sg θεριστός balsam masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστῇ — θεριστής masc dat sg (attic epic ionic) θεριστός balsam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστήν — θεριστής masc acc sg (attic epic ionic) θεριστός balsam fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστῶν — θεριστής masc gen pl θεριστός balsam fem gen pl θεριστός balsam masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριστά — θεριστά̱ , θεριστής masc nom/voc/acc dual θεριστής masc voc sg θεριστής masc nom sg (epic) θεριστός balsam neut nom/voc/acc pl θεριστά̱ , θεριστός balsam fem nom/voc/acc dual θεριστά̱ , θεριστός balsam fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμευτής — καλαμευτής, ὁ (Α) 1. θεριστής 2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”